- κηκῖδα
- κηκίςanything gushingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek
ζωοκηκίδα — και ζωοκηκίς, η βοτ. παθολογικό εξοίδημα τών φυτών που προέρχεται από δήγμα εντόμων ή άλλου ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κηκίδα «κηλίδα»] … Dictionary of Greek
ισάργυρος — ἰσάργυρος, ον (Α) αυτός που έχει ίση αξία με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῑδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. παν άργυρος, χρυσ άργυρος] … Dictionary of Greek
κηκίδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 424 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 3 χλμ. ΝΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής. * * * το (ΑΜ κηκίδιον) η κηκίδα νεοελλ. ο καρπός τής κηκιδιάς … Dictionary of Greek
κηκίς — κηκίς, ῑδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κηκίδα … Dictionary of Greek
νηματωδοκηκίδα — η ζωολ. κηκίδα που δημιουργείται από έναν νηματώδη … Dictionary of Greek
ομφακίτης — ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, ίτιδος) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων μσν. αρχ. οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πρινοκόκκι — το, Ν κηκίδα τού πουρναριού, κρεμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κόκκος] … Dictionary of Greek
φύσκη — η, ΝΑ, και φύσκα Ν 1. το στομάχι 2. το παχύ έντερο 3. φλύκταινα, φουσκάλα νεοελλ. κύστη, φούσκα αρχ. 1. λουκάνικο από αίμα και λίπος χοίρου 2. (σχετικά με φυτά) κηκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύσκη συνδέεται με τη λ. φῦσα, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek